συναβακῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συναβακῶ < συν- + ἀβακῶ
συναβακῶ