συνομοσπονδία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνομοσπονδία < συν + ομοσπονδία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνομοσπονδία θηλυκό
- ένωση ομοσπονδιών
- Η Ομοσπονδία εργατών μετάλλου είναι μέλος της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (ΓΣΣΕ)
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]- συσπονδή (όμως έχει και άλλη σημασία)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνομοσπονδία