συντηρούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συντηρούμαι < παθητική φωνή του συντηρώ

συντηρούμαι

  1. διατηρώ τον εαυτό μου σε καλή κατάσταση
  2. θρέφομαι και τα βγάζω πέρα, εξασφαλίζω πόρους για τα βασικές ανάγκες μου από κάτι
  3. (για άψυχα) με διατηρούν σε ασφαλείς και υγιεινές συνθήκες ώστε να μπορώ να το χρησιμοποιήθώ αργότερα ή με φροντίζουν κατά καιρούς ώστε να μένω σε καλή κατάσταση
    συντηρούνται τα ωάρια, τα τρόφιμα, τα ποτά, τα υλικά, τα έργα τέχνης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]