συντομευμένη μορφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συντομευμένη μορφή < συντομευμένη (< συντομεύω) + μορφή

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

συντομευμένη μορφή θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]