συστολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συστολή | οι | συστολές |
γενική | της | συστολής | των | συστολών |
αιτιατική | τη | συστολή | τις | συστολές |
κλητική | συστολή | συστολές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συστολή < (ελληνιστική κοινή) συστολή < αρχαία ελληνική συστέλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συστολή θηλυκό
- (φυσιολογία) η ρυθμική σύσπαση της καρδιάς, που έχει ως αποτέλεσμα την έξοδο του αίματος (που περιέχεται στις κοιλότητες της καρδιάς) προς τις αρτηρίες
- (φυσιολογία) η σύσπαση των μυών και κοίλων οργάνων
- (φυσική) η μείωση των διαστάσεων ενός σώματος, από ελάττωση θερμοκρασίας ή αύξηση πίεσης
- (μαθηματικά) ο όρος της συστολικής γεωμετρίας
- (ψυχολογία) η κοινωνική διστακτικότητα, η ντροπαλότητα
- το σωληνοειδές εξάρτημα που χρησιμοποιείται για την ένωση ενός φαρδύτερου με έναν στενότερο σωλήνα
- (γλωσσολογία) η σύμπτυξη λέξεων με χρήση αποστρόφου
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συστολή
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσιολογία (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)