συχαρίκια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συχαρίκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (οικείο) άλλη μορφή του συγχαρίκια
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- παλιότερα συνηθιζόταν και ο ενικός, συχαρίκι, μεταφορικά, για το φιλοδώρημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συχαρίκια
|