συχνοβλέπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συχνοβλέπω < συχνά + -ο- + βλέπω

συχνοβλέπω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]