σφαίρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σφαίρωμα < αρχαία ελληνική σφαίρωμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]το σφαίρωμα ουδέτερο
- καθετί με στρογγυλό, σφαιρικό σχήμα
- η σφαιρική άκρη λαβής αντικειμένων (σε σπαθί, ρόπτρο κ.λπ.)
- (βιολογία) συσσωρεύσεις λίπους σε σφαιρικό σχήμα· λιπαρά σφαιρίδια
Πηγές
[επεξεργασία]- «σφαίρωμα», στο: lsj.gr· πρόσβαση: 2019-09-30.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σφαίρωμα < σφαιρῶ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]το σφαίρωμα ουδέτερο
- καθετί στρογγυλεμένο, με σφαιρικό σχήμα
- η καμπύλη γραμμή
Πηγές
[επεξεργασία]- σφαίρωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.