σφαιρικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sfe.ɾiˈko.ti.ta/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σφαιρικότητα θηλυκό
- ο βαθμός κατά τον οποίον κάτι έχει σφαιρικό σχήμα
- η ιδιότητα κάποιου πράγματος ή κάποιας ενέργειας που γίνεται από κάθε άποψη, σφαιρικά
- ο στόχος της πρότασής μας είναι η εξασφάλιση της σφαιρικότητας της προσέγγισης στο μάθημα...
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σφαιρικότητα