σφιχτοχεριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σφιχτοχεριά | οι | σφιχτοχεριές |
γενική | της | σφιχτοχεριάς | των | σφιχτοχεριών |
αιτιατική | τη | σφιχτοχεριά | τις | σφιχτοχεριές |
κλητική | σφιχτοχεριά | σφιχτοχεριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σφιχτοχεριά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σφιχτοχεριά θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σφιχτοχεριά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείποντες ορισμοί
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)