σφογγοκωλάριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σφογγοκωλάριος | οι | σφογγοκωλάριοι |
γενική | του | σφογγοκωλάριου & σφογγοκωλαρίου |
των | σφογγοκωλάριων & σφογγοκωλαρίων |
αιτιατική | τον | σφογγοκωλάριο | τους | σφογγοκωλάριους & σφογγοκωλαρίους |
κλητική | σφογγοκωλάριε | σφογγοκωλάριοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφογγοκωλάριος: σφουγγοκωλάριος κατά το αρχαία ελληνική σφόγγος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sfoŋ.ɡo.koˈla.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφογ‐γο‐κω‐λά‐ρι‐ος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σφογγοκωλάριος αρσενικό