σφουγγαρίστρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφουγγαρίστρα οι σφουγγαρίστρες
      γενική της σφουγγαρίστρας των σφουγγαριστρών
    αιτιατική τη σφουγγαρίστρα τις σφουγγαρίστρες
     κλητική σφουγγαρίστρα σφουγγαρίστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σφουγγαρίστρα < σφουγγαρίζω + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σφουγγαρίστρα θηλυκό

  1. εργαλείο με το οποίο σφουγγαρίζουμε
  2. (παρωχημένο) γυναίκα (καθαρίστρια, παραδουλεύτρα) που έχει ως αντικείμενο δουλειάς το σφουγγάρισμα των δαπέδων

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]