σφουγγαρίστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σφουγγαρίστρα < σφουγγαρίζω + κατάληξη θηλυκού -τρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σφουγγαρίστρα θηλυκό
- εργαλείο με το οποίο σφουγγαρίζουμε
- (παρωχημένο) γυναίκα (καθαρίστρια, παραδουλεύτρα) που έχει ως αντικείμενο δουλειάς το σφουγγάρισμα των δαπέδων
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις σφουγγαρίζω και σφουγγάρι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- σφουγγαρίστρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας