σφραγίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σφραγίδα < αρχαία ελληνική σφραγίς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sfɾaˈʝi.ða/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σφραγίδα θηλυκό
- αντικείμενο με έκτυπη παράσταση ή/και επιγραφή η οποία μελανώνεται και αποτυπώνεται με πίεση πάνω σε έγγραφο
- (αρχαιολογία) αντικείμενο με έκτυπη παράσταση που αφήνει το αποτύπωμά της πάνω σε κερί
- (κατ’ επέκταση) το αποτύπωμα που αφήνει το αντικείμενο αυτό, το σφράγισμα
- (μεταφορικά) η ολοφάνερη επίδραση που άσκησε κάποιος σε ένα άτομο, σύνολο, πολιτισμό κλπ