σως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σως < απροσάρμοστο ορθογραφικό δάνειο από τη γαλλική sauce

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σως θηλυκό, άκλιτο