σωστά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σωστά < σωστός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /soˈsta/

Επίρρημα

[επεξεργασία]

σωστά

  1. με σωστό τρόπο
    το έφτιαξε σωστά
     συνώνυμα: κανονικά, εντάξει
  2. εκφράζει κάποια απορία αυτού που μιλάει, περιμένοντας θετική απάντηση από τον συνομιλητή του
    Ο Γιώργος θα φτάσει αύριο το μεσημέρι, σωστά; - Ναι!

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

σωστά