σωφροσύνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σωφροσύνη οι σωφροσύνες
      γενική της σωφροσύνης των (σωφροσυνών)
    αιτιατική τη σωφροσύνη τις σωφροσύνες
     κλητική σωφροσύνη σωφροσύνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σωφροσύνη < αρχαία ελληνική σωφροσύνη < σώφρων σωφρον- + -σύνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σωφροσύνη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σωφροσῠνα-
ονομαστική σωφροσύνη αἱ σωφροσύναι
      γενική τῆς σωφροσύνης τῶν σωφροσυνῶν
      δοτική τῇ σωφροσύν ταῖς σωφροσύναις
    αιτιατική τὴν σωφροσύνην τὰς σωφροσύνᾱς
     κλητική ! σωφροσύνη σωφροσύναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σωφροσύν
γεν-δοτ τοῖν  σωφροσύναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σωφροσύνη, ήδη τον 6ο αιώνα πκε στον Θέογνι < σώφρων, σωφρον- + -σύνη [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σωφροσύνη, -ης θηλυκό

  1. μετριοπάθεια, σύνεση
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 2, 364a
    πάντες γὰρ ἐξ ἑνὸς στόματος ὑμνοῦσιν ὡς καλὸν μὲν ἡ σωφροσύνη τε καὶ δικαιοσύνη, χαλεπὸν μέντοι καὶ ἐπίπονον, ἀκολασία δὲ καὶ ἀδικία ἡδὺ μὲν καὶ εὐπετὲς κτήσασθαι, δόξῃ δὲ μόνον καὶ νόμῳ αἰσχρόν
    Όλοι δηλαδή μ᾽ ένα στόμα κηρύττουν πως είναι βέβαια ωραίο πράγμα η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη, δύσκολο όμως και κοπιαστικό· ενώ η ακολασία και η αδικία είναι μεν ευχάριστα και δε στοιχίζουν τίποτα να τ᾽ αποκτήσει κανείς, θεωρούνται όμως αισχρά κατά την ιδέα του κόσμου και από το νόμο·
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Ἰσοκράτης, Ἀρεοπαγιτικός, 38
    Τοσοῦτον φόβον ἐκεῖνοι τοῖς πονηροῖς ἐνειργάσαντο καὶ τοιοῦτον μνημεῖον ἐν τῷ τόπῳ τῆς αὑτῶν ἀρετῆς καὶ σωφροσύνης ἐγκατέλιπον.
    Τόσο μεγάλο φόβο είχαν ενσπείρει οι πρόγονοί μας στις ψυχές των φαύλων ανθρώπων και τέτοιο μνημείο της αρετής και της σωφροσύνης τους κληροδότησαν στον τόπο τούτο.
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 2, 1104a
    φθείρεται δὴ σωφροσύνη καὶ ἡ ἀνδρεία ὑπὸ τῆς ὑπερβολῆς καὶ τῆς ἐλλείψεως, ὑπὸ δὲ τῆς μεσότητος σῴζεται.
    τη σωφροσύνη και την ανδρεία τις φθείρει η υπερβολή και η έλλειψη, ενώ η μεσότητα τις σώζει.
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. (για σαρκικές επιθυμίες) εγκράτεια, αυτοκυριαρχία, αγνότητα
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 196c
    εἶναι γὰρ ὁμολογεῖται σωφροσύνη τὸ κρατεῖν ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν, Ἔρωτος δὲ μηδεμίαν ἡδονὴν κρείττω εἶναι· εἰ δὲ ἥττους, κρατοῖντ᾽ ἂν ὑπὸ Ἔρωτος, ὁ δὲ κρατοῖ, κρατῶν δὲ ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν ὁ Ἔρως διαφερόντως ἂν σωφρονοῖ.
    Γιατί είναι κοινώς αποδεκτό ότι σωφροσύνη είναι η κυριαρχία στην ηδονή και τις επιθυμίες — ε λοιπόν, καμιά ηδονή δεν είναι ισχυρότερη από τον Έρωτα· και κατά συνέπεια, εφόσον είναι ασθενέστερες, θα είναι υποταγμένες στον Έρωτα κι αυτός θα τις έχει στην εξουσία του· κι εξουσιάζοντας ο Έρως τις ηδονές και τις επιθυμίες, κατέχει τη σωφροσύνη σε εξαιρετικό βαθμό.
    Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
  3. (για την πολιτική διακυβέρνηση) μετριοπαθής τρόπος διακυβέρνησης

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]