σύγχρονα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύγχρονα < σύγχρον(ος) + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
σύγχρονα
- ασυνήθιστη μορφή του συγχρόνως: ταυτόχρονα
- ※ Σύγχρονα με το δικό σου σπίτι αχρηστεύτηκε και της Δέσποινας και του Αλέκου. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύγχρονα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σύγχρονα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σύγχρονος