τάντζαλα μάντζαλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τάντζαλα μάντζαλα < τάντζαλο στον πληθυντικό, και επανάληψη με αντικατάσταση του αρχικού συμφώνου με μ-[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈd͡zan.d͡za.la ˈman.d͡za.la/

Έκφραση[επεξεργασία]

τάντζαλα μάντζαλα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]