ταβανόσκουπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταβανόσκουπα οι ταβανόσκουπες
      γενική της ταβανόσκουπας
    αιτιατική την ταβανόσκουπα τις ταβανόσκουπες
     κλητική ταβανόσκουπα ταβανόσκουπες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταβανόσκουπα < ταβάν(ι) + -ό- + σκούπα
Καθάρισμα με ταβανόσκουπα.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ταβανόσκουπα θηλυκό

  1. σκούπα με κοντάρι αρκετά μακρύ ώστε να φτάνει στο ταβάνι
  2. (σκωπτικό) ψηλή και λιγνή γυναίκα
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις στέκα και ψηλός

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]