ταγκό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταγκό < (άμεσο δάνειο) ισπανική tango
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταγκό και τάγκο ουδέτερο άκλιτο
- (χορός) είδος χορού που προέρχεται από την Λατινική Αμερική, σε ρυθμό 2/4 ή 4/4
- η μουσική για αυτόν τον χορό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ταγκό στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ταγκό
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Χορός (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)