ταμειακά διαθέσιμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταμειακά διαθέσιμα < → δείτε τις λέξεις ταμειακός και διαθέσιμος

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

ταμειακά διαθέσιμα (συνήθως στον πληθυντικό)

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]