ταμιευτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταμιευτήριο < ελληνιστική κοινή ταμιευτήριον, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική caisse d'épargne.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ταμιεύ(ω) + -τήριο.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ta.mi.eˈfri.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐μι‐ευ‐τή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταμιευτήριο ουδέτερο
- (οικονομία) τράπεζα όπου οι καταθέσεις επενδύονται στο δημόσιο
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις ταμιεύω και ταμίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταμιευτήριο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ταμιευτήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ταμιευτήριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τήριο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)