ταξιανθία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταξιανθία θηλυκό
- (βοτανική) η διάταξη των ανθών ενός φυτού στα κλαδιά του, ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο φύονται στο βλαστό
- οι ταξιανθίες των φυτών χωρίζονται σε βοτρυοειδείς και κυματοειδείς
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταξιανθία