ταξιδεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταξιδεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ταξιδεύω < ταξίδ(ι) + -εύω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ta.ksiˈðe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐ξι‐δεύ‐ω

ταξιδεύω, αόρ.: ταξίδεψα, μτχ.π.π.: ταξιδεμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. πηγαίνω κάπου με αυτοκίνητο, πλοίο, αεροπλάνο, τρένο κ.λπ.
    στις διακοπές ταξίδεψα στην Ελβετία
  2. εργάζομαι ως ναυτικός
    ταξίδευε όλη του τη ζωή
  3. κάνω δρομολόγιο
    το πλοίο θα ταξιδέψει στην άγονη γραμμή
  4. (μεταφορικά) αφαιρούμαι, χάνομαι στις σκέψεις μου, ονειροπολώ
    πού ταξιδεύεις; δε με προσέχεις καθόλου
  5. (μεταφορικά) κάνω κάποιον να μεταφέρει τη σκέψη του αλλού
    το νέο της μυθιστόρημα μας ταξιδεύει σε μια μεσαιωνική πολή

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]