ταυτοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταυτοποίηση | οι | ταυτοποιήσεις |
γενική | της | ταυτοποίησης* | των | ταυτοποιήσεων |
αιτιατική | την | ταυτοποίηση | τις | ταυτοποιήσεις |
κλητική | ταυτοποίηση | ταυτοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ταυτοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταυτοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ταυτοποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταυτοποίηση