ταχυδρομείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταχυδρομείο τα ταχυδρομεία
      γενική του ταχυδρομείου των ταχυδρομείων
    αιτιατική το ταχυδρομείο τα ταχυδρομεία
     κλητική ταχυδρομείο ταχυδρομεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κατάστημα ταχυδρομείου στην Ελλάδα.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταχυδρομείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ταχυδρομ(εῖον) (< ταχυδρόμ(ος)) + -είο.[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ta.çi.ðɾoˈmi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐χυ‐δρο‐μεί‐ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ταχυδρομείο ουδέτερο

  1. η κρατική ή δημόσια υπηρεσία που παραλαμβάνει, μεταφέρει και παραδίδει επιστολές και δέματα
    Έστειλα το πακέτο με το ταχυδρομείο.
    και στον πληθυντικό: ελληνικά Ταχυδρομεία
  2. το κτίριο που στεγάζει αυτήν την υπηρεσία
  3. η αλληλογραφία ή τα δέματα που παραλαμβάνουμε ή αποστέλλουμε

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • ταχυδρομείοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)