τεκμηριώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τεκμηριώνω < αρχαία ελληνική τεκμηριόω / τεκμηριῶ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /te.kmi.ɾiˈo.no/

τεκμηριώνω, πρτ.: τεκμηρίωνα, στ.μέλλ.: θα τεκμηριώσω, αόρ.: τεκμηρίωσα, παθ.φωνή: τεκμηριώνομαι, μτχ.π.π.: τεκμηριωμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]