τενεκές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τενεκές | οι | τενεκέδες |
γενική | του | τενεκέ | των | τενεκέδων |
αιτιατική | τον | τενεκέ | τους | τενεκέδες |
κλητική | τενεκέ | τενεκέδες | ||
πληθυντικός τενεκέδες και τενεκέδια | ||||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /te.neˈces/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐νε‐κές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τενεκές αρσενικό
- ο λευκοσίδηρος (επικασσιτερωμένος σίδηρος).
- το δοχείο από τενεκέ όγκου 18 λίτρων.
- οποιοδήποτε δοχείο από τενεκέ.
- το περιεχόμενο ενός τενεκέ.
- μεταλλικό (παλαιότερα αλλά τώρα μπορεί να είναι και πλαστικό) δοχείο σκουπιδιών.
- (μεταφορικά) κακής ποιότητας μέταλλο ή αντικείμενο από κακής ποιότητας μέταλλο.
- (μεταφορικά) άνθρωπος χωρίς σχεδόν καμία από τις γνώσεις ή τις πνευματικές ικανότητες που χρειάζονται για μια δουλειά.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Τενεκές (επώνυμο)
- ασβεστοτενεκές
- γκαζοτενεκές
- σκουπιδοτενεκές
- τενεκεδάκι
- τενεκεδένιος
- τενεκετζής
- τενεκετζίδικο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)