τεστ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τεστ < (άμεσο δάνειο) αγγλική test < παλαιά γαλλικά test < λατινική testum < testa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teḱs (είμαι ξυλουργός)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τεστ ουδέτερο άκλιτο
- δοκιμασία, έλεγχος, εξέταση π.χ. της αξιοπιστίας μιας μηχανής ή της λειτουργικότητας ενός συστήματος
- (εκπαίδευση) ολιγόλεπτη γραπτή εξέταση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Εκπαίδευση (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)