τεφρών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]τεφρών θηλυκό
- γενική πληθυντικού του τέφρα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]τεφρών
- γενική πληθυντικού του τεφρός
- γενική πληθυντικού του τεφρή
- γενική πληθυντικού του τεφρό