τεχνοτροπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεχνοτροπία οι τεχνοτροπίες
      γενική της τεχνοτροπίας των τεχνοτροπιών
    αιτιατική την τεχνοτροπία τις τεχνοτροπίες
     κλητική τεχνοτροπία τεχνοτροπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τεχνοτροπία (μαρτυρείται από το 1846)[1] < τέχνη + -ο- + τρόπος + -ία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /te.xno.tɾoˈpi.a/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τεχνοτροπία θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σελ. 992, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου