τζενιέρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τζενιέρης < (άμεσο δάνειο) ιταλική ingeniere
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζενιέρης αρσενικό
- (επάγγελμα) μηχανικός
- ※ 17ος/18ος αιώνας, ⌘ Πέτρος Κατσαΐτης, Κλαυθμός Πελοποννήσου προς Ελλάδα, στίχ. 123 (στίχοι 123-124)
- Τόν Σάλλα τόν τζενιέρη εἶχαν βάλει,
πὄκαμε πιβουλιά πολλά μεγάλη.- Εμμανουήλ Κριαράς, Κατσαΐτης: Ιφιγένεια - Θύεστης, Κλαθμός Πελοποννήσου, ανέκδοτα έργα. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σημειώσεις και γλωσσάριο, Αθήνα 1950, (1η έκδοση), σελ. 237
- ΣτΕ: Το έργο Κλαυθμός Πελοποννήσου προς Ελλάδα αναφέρεται στα γεγονότα της κατάκτησης της Πελοποννήσου από τους Τούρκους και ειδικότερα στην άλωση του Ναυπλίου (10 Ιουλίου 1715).
- Τόν Σάλλα τόν τζενιέρη εἶχαν βάλει,
- ※ 17ος/18ος αιώνας, ⌘ Πέτρος Κατσαΐτης, Κλαυθμός Πελοποννήσου προς Ελλάδα, στίχ. 123 (στίχοι 123-124)
Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]
- τζενιέρη (αιτιατική ενικού)
Πηγές[επεξεργασία]
- Εμμανουήλ Κριαράς, Κατσαΐτης. Ιφιγένεια—Θυέστης—Κλαθμός Πελοποννήσου. Ανέκδοτα έργα. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σημειώσεις και γλωσσάριο, Αθήνα 1950, σελ. 237, σελ. 238, σελ. 364