τζοχανταραίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τζοχανταραίος < τουρκική çuhadar (=αξιωματικός στην υπηρεσία του σουλτάνου, ντυμένος με επίσημα τσόχινα υφάσματα) < çuha (=τσόχα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τζοχανταραίος αρσενικό
- (ιστορία) επίλεκτος σωματοφύλακας
- ※ Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι (δημοτικό, Της Λένως Μπότσαρη)
- (μεταφορικά, υβριστικό, παρωχημένο, στον πληθυντικό) όρχεις
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- τσοχανταραίος
- τσοχαδαραίος
- τσοχαδάρης
- τσοχαντάρης
- τζοχαντάρης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τσόχα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από δημοτικά τραγούδια (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Υβριστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)