τιμάριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τιμάριο τα τιμάρια
      γενική του τιμαρίου
τιμάριου
των τιμαρίων
    αιτιατική το τιμάριο τα τιμάρια
     κλητική τιμάριο τιμάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τιμάριο < μεσαιωνική ελληνική τιμάριον < περσική تیمار (timar)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τιμάριο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]