τουλούππας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
τουλούππας < τουλούππ(α) + -ας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τουλούππας αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]


Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
τουλούππας < κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

τουλούππας θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Παρώνυμα

[επεξεργασία]
  • Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής, Μικρός ερμηνευτικός και ετυμολογικός θησαυρός της κυπριακής διαλέκτου (από το δέκατο τρίτο αιώνα μέχρι σήμερα) (Λευκωσία: Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών [αρ. 58], 1997, ISBN 9789963555390), σ. 329.