τουτού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τούτου

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

τουτού < (στην παιδική γλώσσα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τουτού ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

τουτού < (λόγιο δάνειο) γαλλική tutu (αρσενικό, προφορά /tyˈty/), αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν σε σχέση με υποκοριστικό για το cul (ποπός). Με αλλαγή σε θηλυκό (εννοείται η λέξη φούστα).
Κοστούμι χορού με κοντή τουτού.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τουτού θηλυκό ή ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]