τρέχα γύρευε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
τρέχα γύρευε
- λέγεται για κάτι που είναι ακατανόητο ή πολύ δύσκολο να εξηγηθεί
- Τρέχα γύρευε γιατί δεν θέλει να έρθει μαζί μας