τραπεζοκόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραπεζοκόμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τραπεζοκόμος. Μορφολογικά αναλύεται σε τραπέζ(ι) + -ο- + -κόμος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾa.pe.zoˈko.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρα‐πε‐ζο‐κό‐μος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραπεζοκόμος αρσενικό ή θηλυκό & θηλυκό τραπεζοκόμα
- (επάγγελμα) πρόσωπο που στρώνει τα τραπέζια και εξυπηρετεί όσους κάθονται σε αυτό (συνήθως σε φορείς, όπως ιδρύματα, στρατώνες, τον ΟΑΕΔ ως λόγια επιλογή αντί για τη λέξη σερβιτόρος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τραπεζοκόμος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- τραπεζοκόμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τραπεζοκόμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- τραπεζοκόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κόμος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)