τραπεζώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τραπεζώνω < αρχαία ελληνική τραπεζόω-τραπεζῶ

τραπεζώνω

  1. προσκαλώ κάποιον σε γεύμα για τιμητικούς λόγους
    στο γάμο τους, τραπέζωσαν πολύ κόσμο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • του κάνω το τραπέζι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]