τρισάγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρισάγιο τα τρισάγια
      γενική του τρισάγιου των τρισάγιων
    αιτιατική το τρισάγιο τα τρισάγια
     κλητική τρισάγιο τρισάγια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρισάγιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τρισάγιον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρισάγιος < (ελληνιστική κοινήτρισάγιος
Τρισάγιο σε ορθόδοξο νεκροταφείο.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾi.saˈʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐σά‐γι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρισάγιο ουδέτερο

  1. (μουσική, εκκλησιαστικός όρος) o ύμνος στην Αγία Τριάδα
  2. η δέηση υπέρ θανόντος ή θανόντων, για την ανάπαυση ψυχής

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις τρις και άγιος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]