τρομερών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]τρομερών
- γενική πληθυντικού του τρομερός
- γενική πληθυντικού του τρομερή
- γενική πληθυντικού του τρομερό
τρομερών