τσίζουρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσίζουρος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσίζουρος αρσενικό

  1. μούργα από το λάδι
  2. (μεταφορικά) μαύρος σαν τη μούργα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]