τσίζουρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Κυπριακά (el-cyp)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσίζουρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσίζουρος αρσενικό
- μούργα από το λάδι
- (μεταφορικά) μαύρος σαν τη μούργα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- τσίζουρον (ουδέτερο)
Πηγές
[επεξεργασία]- σελ. 832 - Αθανάσιος Α. Σακελλάριος (1826-1901). Τα Κυπριακά, Τόμος Β΄