τσίτσες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈt͡si.t͡ses/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσί‐τσες
- ⓘ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]τσίτσες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τσίτσα