τσακώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσακώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος τσακώνω με διαφορετική σημασία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /t͡saˈko.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐κώ‐νο‐μαι

τσακώνομαι, π.αόρ.: τσακώθηκα, μτχ.π.π.: τσακωμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]