τσαλαβουτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσαλαβουτώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]τσαλαβουτώ
- δρασκελίζω ή βουτάω σε ρηχά νερά
- τσαλαβούταγαν μες το βούρκο όλο το απόγευμα προσπαθώντας να τραβήξουν έξω την κολημμένη βάρκα
- χοροπηδάω ή βουτάω παίζοντας σε ρηχά νερά
- τα παιδιά τσαλαβουτάνε και κυνηγιούνται ασταμάτητα στην παραλία