τσιβί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσιβί | τα | τσιβιά |
γενική | του | τσιβιού | των | τσιβιών |
αιτιατική | το | τσιβί | τα | τσιβιά |
κλητική | τσιβί | τσιβιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσιβί < (άμεσο δάνειο) τουρκική çivi (ξυλόκαρφο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσιβί ουδέτερο
- το ξυλόκαρφο που τοποθετείται στην οπή του βαρελιού κρασιού
- (συνεκδοχικά) :
- για υποθέσεις ή δουλειές επίπονες και εξουθενωτικές
- για υπέρογκους λογαριασμούς
- για πληρωμή ενός χρέους για λογαριασμό κάποιου άλλου.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσιβί
|