τσιφούτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσιφούτης < (άμεσο δάνειο) τουρκική çıfıt (απατεώνας, εκμεταλλευτής) < Çıfıt (Εβραίος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσιφούτης αρσενικό
- ο τσιγκούνης που θέλει μόνο να μαζεύει λεφτά εκμεταλλευόμενος τους άλλους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσιφούτης