τσομπάνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσομπάνος < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چوبان (τουρκική çoban) + -ος, → δείτε τη λέξη τσοπάνης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /t͡soˈba.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσο‐μπά‐νος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσομπάνος αρσενικό (θηλυκό τσομπάνισσα)
- (επάγγελμα) άλλη μορφή του τσοπάνος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)