τσουκαλάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσουκαλάς < τσουκάλ(ι) + -ας
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /t͡su.kaˈlas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσου‐κα‐λάς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσουκαλάς αρσενικό
- (λαϊκότροπο, επάγγελμα) τεχνίτης πήλινων ή κεραμικών αντικειμένων, αγγειοπλάστης
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσουκαλάς
→ δείτε τη λέξη αγγειοπλάστης |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)