τυπικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυπικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τυπικότης < τυπικ(ός) + -ότης > -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τυπικότητα θηλυκό
- οι ιδιότητες ενος τυπικού ατόμου
- το να είναι σύμφωνο με τους κανόνες ή το τυπικό μιας διαδικασίας
- ↪ η ψηφοφορία έγινε με κάθε τυπικότητα
- (για συμπεριφορά) το να είναι σύμφωνο με τους κοινωνικούς τύπους
- ↪ Ας αφήσουμε τις τυπικότητες, κι ας μιλάμε στον ενικό!
- ≈ συνώνυμα: συμβατικότητα
- ≠ αντώνυμα: οικειότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τυπικότητα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)